- ἦλοι
- ἦλοςbarren spotmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἧλοι — ἧλος nail head masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CENCHRI — Graece Κέγχροι, et in vestibus et in vasis, positi occurrunt. In vestibus rotundi sunt clavi et macularum formae orbiculares, quibus vestes intertexi atque distingui mos. Athenaeus, l. 12. Ι῎δοι δ᾿ ἄν τις, φηςὶ καὶ τὰς καλουμένας ἀκταίας, ὅπερ… … Hofmann J. Lexicon universale
гвоздь — ГВОЗД|Ь (29), И с. Гвоздь: Не съставить бо сѩ корабль без гвоздии Изб 1076, 2; гвоздьми пригвоздиша ГА XIII–XIV, 167а; гвозди желѣзныи посреди главы въбивахуть ихъ ЛЛ 1377, 10 (941); и гвожди пригвоздиша Там же, 92г; в сапогы желѣзны. съ гвоздьми … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
MILIUM — I. MILIUM locus in Urbe Constantinopoli, vide supra, Miliarii Agitatores. II. MILIUM omnium frugum fertilissimum, quippe ex cuius uno grano terni sextarii gignuntur, Plin l. 18. c. 7. in Campania potissimum crescit, quae candidam ex eo pultem… … Hofmann J. Lexicon universale
γυρωτικός — ή, ό 1. χρήσιμος για τη γύρωση 2. «γυρωτικοί ήλοι» (αλλιώς, κοινώματα, τζαβέτες, καρφιά τής λαμαρίνας) καρφιά που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων … Dictionary of Greek
επιθύριος — ἐπιθύριος, ον (Α) 1. αυτός που είναι κρεμασμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἀσπίδες») 2. ο στερεωμένος, ο μπηγμένος πάνω στην πόρτα («ἐπιθύριοι ἧλοι») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθύριον το πάνω μέρος τής θύρας, το ανώφλι … Dictionary of Greek
παμφαίνω — (Α) 1. λάμπω, απαστράπτω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ («ἧλοι χρύσεοι πάμφαινον», Ομ. Ιλ.) 2. λευκάζω, ασπρογαλιάζω από τη λευκότητα («στήθεσι παμφαίνοντες», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος είτε με επιτατικό διπλασιασμό από το ρ. φαίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τετραφάληρος — ον, Α (για την περικεφαλαία) αυτός που έχει τέσσερεις κώνους ή προεξοχές («τετραφάληρον τέσσαρας φαλοὺς ἔχουσαν καὶ ἐξοχάς, οἵ εἰσιν ἦλοι λαμπροὶ περὶ τὸ μέτωπον τῆς περικεφαλαίας κατακρουόμενοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλ ηρ ος (< … Dictionary of Greek